- πωλοῦντας
- πωλέωsellpres part act masc acc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Trinity — This article is about the Christian Trinity. For other uses, see Trinity (disambiguation). Holy Trinity redirects here. For other uses, see Holy Trinity (disambiguation). Part of a series on Attributes of G … Wikipedia
LEPTON — Graece λεπτὸν, minutioris monetae genus. Ita enim Hesych. in λεπτὰ, νούμμους, κοδράντας, ἀςςάρια dividit τάλαντον, i. e. solidum. Et quidem λεπτὸν, apud Lucam, ὀβολὸν interpretatur Chrysostomus c. 22. Hesych. idem esse quod κοδράντης, ἤ τὸ… … Hofmann J. Lexicon universale
NUMMULARII — Graece Κολλυβιςταὶ, Matth. c. 21. v. 12. Καὶ ἐισῆλθεν ὁ Ιἠσοῦς ἐις τὸ ἱερὸν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐξέβαλε πάντας τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράζοντας εν τῷ ἱερῷ καὶ τὰς τραπέζας τῶ κολλυβιςτῶν κατέςτρεψε, κταλ. Et introrvit Iesus in Templum Dei et eiecit omnes … Hofmann J. Lexicon universale
κολλυβιστής — ο (Α κολλυθιστής) [κολλυβίζω] αυτός που κάνει ανταλλαγές νομισμάτων, αργυραμοιβός, σαράφης («ἐξέβαλε πάντας τοὺς πωλοῡντας καὶ ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν κατέστρεψε», ΚΔ) νεοελλ. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι… … Dictionary of Greek
σοφιστής — ο, ΝΑ, θηλ. σοφίστρια Α 1. (στην κλασ. αρχαιότητα) δάσκαλος με ευρεία παιδεία που συνήθως περιόδευε στον ελληνόφωνο κόσμο προσφέροντας τις γνώσεις του και διδάσκοντας έναντι αμοιβής ανώτερα μαθήματα γραμματικής, φυσικών επιστημών, ποίησης,… … Dictionary of Greek